- τεῖος
τεῖος, ep. = τείως, τέως; αὐτόϑι τεῖος wollte Hermann Il. 19, 189 für αὖϑι τέως lesen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεῖος, ep. = τείως, τέως; αὐτόϑι τεῖος wollte Hermann Il. 19, 189 für αὖϑι τέως lesen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τείος — Α επίρρ. ιων. τ. βλ. τέως … Dictionary of Greek
τεῖος — τέως so long epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οτείος — ὀτεῑος, εία, ον (Α) (κρητ. τ. τού ὁποῑος) όστις, όποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *yo τής αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) + επιρρ. τεῖος (βλ. λ. τέως)] … Dictionary of Greek
τέως — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και λιμάνι της Ιωνίας στη Λυδία, σύμμαχος των Αθηναίων τον 5o αι. Αποσχίστηκε από την αθηναϊκή συμμαχία εξαιτίας της Σικελικής Εκστρατείας. Είχε ναό του Διονύσου, ιωνικού ρυθμού, που χτίστηκε από τον Ερμογένη το… … Dictionary of Greek
φατειός — ά, όν, Α (επικ. τ.) (συν. σε φρ. με άρνηση) οὐ φατειός (για φοβερά πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φα τειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φημί*, αποτελεί το αρχαιότερο… … Dictionary of Greek