- τεῖνδε
τεῖνδε, dor. statt τῇδε, Theocr. 5, 32. 8, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεῖνδε, dor. statt τῇδε, Theocr. 5, 32. 8, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τείνδε — Α βλ. τῆδε … Dictionary of Greek
τήδε — (I) Α επίρρ. (δωρ. και ιων. τ.) εδώ, ενταύθα. (II) και δωρ. τ. τεῑδε και τεῑνδε και ροδ. τ. τειδεί και αρκαδ. τ. τειδένυ ΝΑ νεοελλ. (ως επίρρ.) φρ. «τῇδε κακεῑσε» εδώ κι εκεί, άτακτα, σκόρπια αρχ. δοτ. εν. θηλ. τής δεικτ. αντων. ὅδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ … Dictionary of Greek