- τελέεις
τελέεις, εντος, s. τελήεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελέεις, εντος, s. τελήεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελέεις — εσσα, εν, Α βλ. τελήεις … Dictionary of Greek
τελέεις — τέλλω accomplish fut ind act 2nd sg (epic ionic) τελέω fulfil fut ind act 2nd sg (epic ionic) τελέω fulfil pres ind act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελήεις — και τελέεις, εσσα, εν, Α 1. άρτιος, τέλειος («οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για οιωνό) αυτός που επαληθεύεται («τεληέντων οἰωνῶν», Ύμν. Ερμ.) 3. (για προφητεία) βέβαιος («τελέεντ ἔπεα», Τυρτ.) 4. φρ. «ὠκεανοῑο τελήεντος… … Dictionary of Greek