- τελέσκω
τελέσκω, f. L. für τελίσκω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελέσκω, f. L. für τελίσκω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελέσκω — Α βλ. τελίσκω … Dictionary of Greek
τελίσκω — και τελέσκω Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, κάνω, καθιστώ («ἄγονον σπόρον τελίσκει», Νίκ.) 2. παθ. τελίσκομαι και τελέσκομαι α) μυούμαι σε μυστήρια («τελίσκομαι εἰς τὰ ἱερὰ μετὰ θυσιῶν», επιγρ.) β) (γενικά) διδάσκομαι («οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ… … Dictionary of Greek