- τελέστωρ
τελέστωρ, ορος, ὁ, poet, = τελεστής, so heißt Apollo Hymn. (IX, 525, 20).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελέστωρ, ορος, ὁ, poet, = τελεστής, so heißt Apollo Hymn. (IX, 525, 20).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελέστωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελέστωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) τελεστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού ρ. τελῶ* + επίθημα τωρ (πρβλ. μνήσ τωρ)] … Dictionary of Greek
τελέστορα — τελέστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελέστορος — τελέστωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)