- τελεσί-δρομος
τελεσί-δρομος, = τελεόδρομος, übh. vollkommen, Stob. ecl. 1 p. 274.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεσί-δρομος, = τελεόδρομος, übh. vollkommen, Stob. ecl. 1 p. 274.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεσίδρομος — ον, Α 1. ο τελεοδρόμος* 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Τελεσίδρομος όνομα ήρωα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + δρόμος (πρβλ. τανυσί δρομος)] … Dictionary of Greek