- τελεσί-καρπος
τελεσί-καρπος, = τελεόκαρπος, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεσί-καρπος, = τελεόκαρπος, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωλεσίκαρπος — και ὀλεσίκαρπος, ον, Α (επικ. τ.) 1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. άγονος 3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια τής Κυβέλης… … Dictionary of Greek
τελεσίκαρπος — ον, Α (για φυτά) αυτός που ολοκληρώνει τη διαδικασία ωρίμασης τών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + καρπός (πρβλ. τελειό καρπος)] … Dictionary of Greek