- τελεσί-φρων
τελεσί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, seinen Sinn, Vorsatz vollendend, ausführend, τελεσσίφρων μῆνις, Aesch. Ag. 700.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεσί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, seinen Sinn, Vorsatz vollendend, ausführend, τελεσσίφρων μῆνις, Aesch. Ag. 700.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek