- τελεσιάζω
τελεσιάζω, = τελέω, erst Sp.; B. A. 306; E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεσιάζω, = τελέω, erst Sp.; B. A. 306; E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεσιάζω — Α [τελέσιος] (σχετικά με θυσίες) τελώ … Dictionary of Greek
τελεσιαζόμενα — τελεσιάζω pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)