τινάκτειρα

τινάκτειρα

τινάκτειρα, , fem. zum Folgdn; τρίαινα γῆς τιν. Aesch. Prom. 926.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τινάκτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτή που κινεί ή κουνά κάτι με μεγάλη δύναμη, που τό σείει, τό τραντάζει («γῆς τινάκτειραν... τρίαιναν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τειρα (πρβλ. ἁρπάκ τειρα)] …   Dictionary of Greek

  • τινάκτειραν — τινάκτειρα shaker fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τινάκτρια — ἡ, Μ 1. τινάκτειρα* 2. μτφ. αυτή που προκαλεί εσωτερικά σκιρτήματα («χωρεῑ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας», Φιλής). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τρια (πρβλ. διώκ τρια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”