- τινάκτωρ
τινάκτωρ, ορος, ὁ, = τινάκτης, γαίας, heißt Poseidon Soph. Tr. 501.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τινάκτωρ, ορος, ὁ, = τινάκτης, γαίας, heißt Poseidon Soph. Tr. 501.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τινάκτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ (για τον Ποσειδώνα) αυτός που προκαλεί έντονο τράνταγμα, ισχυρό κλονισμό («Ποσειδάωνα τινάκτορα γαίας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
τινάκτορα — τινάκτωρ shaker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάκτορι — τινάκτωρ shaker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
τινακτοπήληξ — ηκος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που σείει το λοφίο τής περικεφαλαίας του, σεισόλοφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω (πρβλ. τινάκτρια, τινάκτωρ) + πήληξ, ηκος «περικεφαλαία»] … Dictionary of Greek