- τενθρήνιον
τενθρήνιον, τό, das Nest od. die Zelle der τενϑρήνη, Wespennest, Arist. H. A. 9, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τενθρήνιον, τό, das Nest od. die Zelle der τενϑρήνη, Wespennest, Arist. H. A. 9, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τενθρήνιον — the nest of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τενθρήνιον — τὸ, Α [τενθρήνη] 1. σφηκοφωλιά 2. (κατά τον Ησύχ.) «κηρίον» … Dictionary of Greek
τενθρηνιώδης — και δ. γρφ. τενθρηνώδης, ῶδες, Α [τενθρήνιον] 1. αυτός που έχει το σχήμα σφηκοφωλιάς, ο γεμάτος τρύπες 2. (κατά τον Ησύχ.) «τενθρηνιῶδες πολύκενον ώς κηρίον και άραιόν» … Dictionary of Greek