- τενθρηνώδης
τενθρηνώδης, ες, = Vorigem; Hippocr.; Plut. Symp. 8, 3 mit σαϑρόν u. πολύκενον vrbdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τενθρηνώδης, ες, = Vorigem; Hippocr.; Plut. Symp. 8, 3 mit σαϑρόν u. πολύκενον vrbdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τενθρηνιώδης — και δ. γρφ. τενθρηνώδης, ῶδες, Α [τενθρήνιον] 1. αυτός που έχει το σχήμα σφηκοφωλιάς, ο γεμάτος τρύπες 2. (κατά τον Ησύχ.) «τενθρηνιῶδες πολύκενον ώς κηρίον και άραιόν» … Dictionary of Greek