τειχο-μάχος

τειχο-μάχος

τειχο-μάχος, um die Mauern kämpfend, Burgen belagernd und bestürmend, s. τειχομάχης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ριγομάχης — και ῥιγόμαχος, ὁ, Α αυτός που μάχεται κατά τού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + μάχης / μαχος (< μάχομαι), πρβλ. τειχο μάχης, δορί μαχος] …   Dictionary of Greek

  • θυρεαμαχία — θυρεαμαχία, ἡ (Α) επιγρ. είδος αγωνίσματος, συμπλοκή, μάχη κατά την οποία γινόταν χρήση θυρεών, δηλ. ασπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός «ασπίδα» + μαχία (< μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ μαχία, τειχο μαχία] …   Dictionary of Greek

  • τριχομαχία — ἡ, Μ φροντίδα για τις τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. τειχο μαχία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”