- τειχο-μάχης
τειχο-μάχης, ὁ, = τειχομάχος, Ar. Ach. 570 τειχομάχας ἀνήρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τειχο-μάχης, ὁ, = τειχομάχος, Ar. Ach. 570 τειχομάχας ἀνήρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ριγομάχης — και ῥιγόμαχος, ὁ, Α αυτός που μάχεται κατά τού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + μάχης / μαχος (< μάχομαι), πρβλ. τειχο μάχης, δορί μαχος] … Dictionary of Greek