- τειχικός
τειχικός, von der Mauer, zur Mauer gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τειχικός, von der Mauer, zur Mauer gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τειχικός — ή, όν, Α [τείχος] φρ. «τειχικὸς στέφανος» στεφάνι που έπαιρνε ως έπαθλο όποιος ανέβαινε πρώτος στο τείχος ή περνούσε πρώτος το χαράκωμα τού εχθρού … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
τειχήρης — ήρες Α 1. κλεισμένος μέσα στα τείχη, πολιορκημένος (α. «τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδήου τὴν γῆν», Θουκ. β. «τειχήρης γάρ εἰμι καὶ πολιορκούμενος γράφω», Συνέσ.) 2. προστατευμένος με τείχη, τειχισμένος («τειχήρεις ὁρῶντες τοὺς Ἰλιέας», Στράβ.) 3.… … Dictionary of Greek
τειχωτός — ή, όν, Α φρ. «τειχωτὸς στέφανος» ο τειχικός στέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
τοιχικός — ή, όν, Μ (εσφ. γρφ.) τειχικός … Dictionary of Greek