τειχιόεις

τειχιόεις

τειχιόεις, εσσα, εν, mit Mauern umgeben, geschützt, Beiwort fester Städte, wie Tiryns u. Gortyn, Il. 2, 559. 646.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τειχιόεις — high walled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχιόεις — εσσα, εν, Α καλά οχυρωμένος («Τίρυνθα τειχιόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. όεις*. Η μορφή τού τ. τειχιόεις (αντί *τειχόεις) οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • τειχιοέσσης — τειχιόεις high walled fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχιοέσσῃ — τειχιόεις high walled fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχιόεντι — τειχιόεις high walled masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχιόεσσα — τειχιόεις high walled fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχιόεσσαν — τειχιόεις high walled fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερμιόεις — εσσα, εν, Α 1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ. β. «χιτὼν τερμιόεις» χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.)… …   Dictionary of Greek

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek

  • τειχήεις — εσσα, εν, Α (δ. γρφ.) τειχιόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. ήεις (βλ. και όεις), πρβλ. μοχθ ήεις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”