- τειχεσι-πλήκτης
τειχεσι-πλήκτης, der die Mauern schlägt, der Manerstürmer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τειχεσι-πλήκτης, der die Mauern schlägt, der Manerstürmer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσοπλήκτης — θαλασσοπλήκτης, ό (Μ) (για τον Ξέρξη) αυτός που χτύπησε τη θάλασσα, που έδειρε τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλήκ της (< πλήσσω), πρβλ. επι πλήκτης, τειχεσι πλήκτης] … Dictionary of Greek
τειχεσιπλήκτης — ὁ, Μ αυτός που πλήττει τα τείχη («τειχεσιπλήκτης κριός», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + πλήκτης (< πλήσσω), πρβλ. ἰσχυρο πλήκτης] … Dictionary of Greek