τειχεσι-πλήτης

τειχεσι-πλήτης

τειχεσι-πλήτης, , der sich als Feind den Mauern nähert, gegen sie anstürmt, Ares, im voc. τειχεσιπλῆτα, Il. 5, 31. 455.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τειχεσιπλήτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + πλήτης (< θ. πλητ , με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της ρίζας πελᾶ τού πέλας* + κατάλ. της)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”