τεύκτωρ, ορος, ὁ, = τευκτήρ, ἱστοπόνος, Maneth. 4, 423.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεύκτωρ — ορος, ὁ, Α τευκτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεύχω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
τεύκτορας — τεύκτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)