- τεύκριον
τεύκριον, τό, ein Kraut, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεύκριον, τό, ein Kraut, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεύκριον — tree germander neut nom/voc/acc sg τεύκριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευκρίου — τεύκριον tree germander neut gen sg τεύκριος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
teucrio — (Del gr. teukrion.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Planta arbustiva labiada, de tallos leñosos, hojas enteras y flores azuladas. (Teucrium chamaedris.) * * * teucrio (del lat. «teucrĭon», del gr. «teúkrion»; Teucrium fructicans y otras especies… … Enciclopedia Universal
αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… … Dictionary of Greek
μοσχοχόρταρο — και μοσκοχόρταρο, το κοινή ονομασία τού φυτού Τεύκριον το κίτρινον … Dictionary of Greek
πόλιον — τὸ, Α 1. είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού 2. το φυτό έρπυλλος 3. φρ. «πόλιον θαμνωδέστερον» το φυτό τεύκριον το κρητικόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. πολιός, με αναβιβασμό τόνου. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού… … Dictionary of Greek
τεύκριο — (teucrium). Θάμνος της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι τ. το θαμνώδες. Φτάνει σε ύψος μεγαλύτερο του μέτρου και έχει βλαστούς λευκούς και χνουδωτούς φύλλα απλά, ακέραια, αειθαλή, πρασινωπά… … Dictionary of Greek
τεύκριος — ὁ, Α το φυτό σκολοπένδριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τεύκριον κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
teucrio — (Del lat. teucrĭon, y este del gr. τεύκριον). m. Arbusto de la familia de las Labiadas, como de un metro de altura, con tallos leñosos, ramas extendidas, hojas persistentes, aovadas, enteras, verdes y lustrosas por la haz, amarillentas y vellosas … Diccionario de la lengua española