τεχνήτης

τεχνήτης

τεχνήτης, , spätere Form statt τεχνίτης, W. A. Becker Arist. de vatic. in somn. 1 p. 64.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεχνήτης — ὁ, Α (μτγν. τ.) τεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κατάλ. (ή)της (βλ. λ. της), πρβλ. προμν ήτης] …   Dictionary of Greek

  • τεχνητῆς — τεχνητός artificial fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζολιό-Κιουρί — (Joliot Curie). Γάλλοι πυρηνικοί φυσικοί, που η φήμη τους συνδέεται κυρίως με την ανακάλυψη της τεχνητής ραδιενέργειας. 1. Ζαν Φρεντερίκ (Παρίσι 1900 – 1958). Σπούδασε στη σχολή φυσικής και εφαρμοσμένης χημείας του Παρισιού με καθηγητή τον Πιερ… …   Dictionary of Greek

  • δενδρίτης — I (Ανατ.). Ονομασία των βραχέων απολήξεων των νευρώνων (νευρικών κυττάρων). Οι δ. μεταδίδουν μόνο τα ερεθίσματα που εκπέμπονται από άλλα νευρικά κύτταρα και κατευθύνονται προς το νευρικό κέντρο. II (Ορυκτ.). Κρυσταλλική μορφή ορυκτού, με μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μίνσκι, Μάρβιν — (Marvin Minsky, Νέα Υόρκη 1927 –). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός, επιστήμονας ηλεκτρονικών υπολογιστών. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και του Πρίνστον και στη συνέχεια δίδαξε στις σχολές Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, Επιστήμης Υπολογιστών… …   Dictionary of Greek

  • Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… …   Dictionary of Greek

  • Εφύρα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας, σύζυγος του Επιμηθέα. Έδωσε το όνομά της στη πόλη που αργότερα ονομάστηκε Κόρινθος. Το όνομα της Ε. δόθηκε στην πρωτεύουσα της Ήλιδας και έδρα του Αυγεία. Επίσης, σε ένα από τα αργολικά… …   Dictionary of Greek

  • Μαραθώνας — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 4.399 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Βρίσκεται ΒΑ της Αθήνας και ΝΑ της ομώνυμης τεχνητής λίμνης, σε εύφορη πεδιάδα και είναι τοπικό αγροτικό και τουριστικό κέντρο. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η λίμνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”