τεχνικός

τεχνικός

τεχνικός, künstlich, zur Kunst gehörig, die Kunst betreffend, auch wissenschaftlich, und ὁ τεχνικός, der in der Kunst erfahren ist, bes. der Lehrer der Rhetorik und Grammatik; οὐποτ' ἔσται τεχνικὸς λόγων πέρι, Plat. Phaedr. 273 e; οἱ περὶ τοὺς λογους τεχνικοί, ib. a; ὁ τεχνικός τε καὶ ἀγαϑὸς ῥήτωρ, Gorg. 504 d; οὐ γάρ ποο τεχνικόν γ' ἂν εἴη, es wäre unklug, Euthyphr. 14 e; τεχνικὸν καὶ ἐπιστήμονα περὶ ἁμάξης οὐσίας, Theaet. 207 c; τοῠτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικόν, Phaedr. 273 b, u. öfter. – Adv. τεχνικῶς, kunstgemäß; εἰ μέλλει τεχνικῶς ἔχειν, Plat. Phaedr. 271 c; τεχνικῶς εἰργασμένα, Charm. 173 b; Xen. An. 5, 9, 5; listig, τεχνικόν τι, Pol. 16, 6, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεχνικός — artistic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικός — ή, ό / τεχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και τεχνικός Ν [τέχνη] 1. σχετικός με την τέχνη γενικά ή με μια ορισμένη τέχνη («τεχνικοί όροι» καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης) 2. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • τεχνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια τέχνη: Τεχνικό έργο. 2. ο κατασκευασμένος με τέχνη, καλοδουλεμένος: Αυτό το βάζο είναι τεχνικό. 3. αυτός που εφαρμόζει πρακτικά τις ανθρώπινες γνώσεις: Η τεχνική εκτέλεση του έργου. 4. ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεχνικά — τεχνικός artistic neut nom/voc/acc pl τεχνικά̱ , τεχνικός artistic fem nom/voc/acc dual τεχνικά̱ , τεχνικός artistic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικώτερον — τεχνικός artistic adverbial comp τεχνικός artistic masc acc comp sg τεχνικός artistic neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικωτάτων — τεχνικός artistic fem gen superl pl τεχνικός artistic masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικωτέραις — τεχνικός artistic fem dat comp pl τεχνικωτέρᾱͅς , τεχνικός artistic fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικωτέρων — τεχνικός artistic fem gen comp pl τεχνικός artistic masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικῶν — τεχνικός artistic fem gen pl τεχνικός artistic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικόν — τεχνικός artistic masc acc sg τεχνικός artistic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνικώτατα — τεχνικός artistic adverbial superl τεχνικός artistic neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”