τεχνασμός, ὁ, künstliche Einrichtung, κατηγορίης Maneth. 4, 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεχνασμός — ὁ, Α [τεχνάζω] πανούργο επινόημα, τέχνασμα («ψευδοκατηγορίαι τε κατηγορίης τε τεχνασμοί», Μαν.) … Dictionary of Greek
τεχνασμοί — τεχνασμός cunning contrivance masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)