τεφρήεις, εσσα, εν, poet. statt τεφρός, Nonn. D. 6, 228.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεφρήεις — εσσα, ῆεν, Α (ποιητ. τ.) τεφρός («λύματα τεφρήεντα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
τεφρήεντα — τεφρήεις neut nom/voc/acc pl τεφρήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)