- τεφραῖος
τεφραῖος, aschfarbig, Ael. H. A. 6, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεφραῖος, aschfarbig, Ael. H. A. 6, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεφραίος — αία, ον, Α τεφρός, σταχτής, («μέλαιναι αἱ πλεῑσται ἤ τεφραῑαι», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek