τευχηστής

τευχηστής

τευχηστής, , Gerüsteter, Gewaffneter; ἀνήρ, Aesch. Spt. 626; Ap. Rh. 3, 415.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τευχηστής — τευχηστήρ armed man masc nom sg τευχηστής armed man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχηστής — ὁ, Α τευχηστήρ* («χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἐδεῑν ἄγει γυνή τις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τευχεσ τού τεῦχος + επίθημα τής*, κατά τα ὀρχηστής, ὠμηστής] …   Dictionary of Greek

  • τευχηστάς — τευχηστά̱ς , τευχηστήρ armed man masc acc pl τευχηστά̱ς , τευχηστήρ armed man masc nom sg (epic doric aeolic) τευχηστά̱ς , τευχηστής armed man masc acc pl τευχηστά̱ς , τευχηστής armed man masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργηστής — ἀργηστής, ο (Α) αστραφτερός, λαμπερός, λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργής, με επίθημα στής. Ο τ. ανήκει σε μια ομάδα παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε ηστής (πρβλ. τευχηστής, ερπηστής κ.ά.). Ενδεχόμενη επίδραση της λ. ωμηστής στον τ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • τευχηστήρ — ῆρος, ὁ, Α οπλίτης, πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τευχηστής με επίθημα τήρ* (πρβλ. ἀσπιστής: ἀσπιστήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τευχησταί — τευχηστήρ armed man masc nom/voc pl τευχηστής armed man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχηστῇσι — τευχηστήρ armed man masc dat pl (epic ionic) τευχηστής armed man masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχηστήν — τευχηστήρ armed man masc acc sg (attic epic ionic) τευχηστής armed man masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”