- τευχηστήρ
τευχηστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; ἄνδρες, Aesch. Pers. 869; Callim. Iov. 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τευχηστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; ἄνδρες, Aesch. Pers. 869; Callim. Iov. 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τευχηστήρ — ῆρος, ὁ, Α οπλίτης, πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τευχηστής με επίθημα τήρ* (πρβλ. ἀσπιστής: ἀσπιστήρ)] … Dictionary of Greek
τευχησταί — τευχηστήρ armed man masc nom/voc pl τευχηστής armed man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχηστῇσι — τευχηστήρ armed man masc dat pl (epic ionic) τευχηστής armed man masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχηστήν — τευχηστήρ armed man masc acc sg (attic epic ionic) τευχηστής armed man masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχηστήρων — τευχηστήρ armed man masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχηστής — τευχηστήρ armed man masc nom sg τευχηστής armed man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχηστάς — τευχηστά̱ς , τευχηστήρ armed man masc acc pl τευχηστά̱ς , τευχηστήρ armed man masc nom sg (epic doric aeolic) τευχηστά̱ς , τευχηστής armed man masc acc pl τευχηστά̱ς , τευχηστής armed man masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχήτωρ — ορος, ὁ, Μ τευχηστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος (για το η τού τ. πρβλ. τεύχημα) + επίθημα τωρ (πρβλ. μυνή τωρ)] … Dictionary of Greek
τευχηστής — ὁ, Α τευχηστήρ* («χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἐδεῑν ἄγει γυνή τις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τευχεσ τού τεῦχος + επίθημα τής*, κατά τα ὀρχηστής, ὠμηστής] … Dictionary of Greek