- τετάνωθρον
τετάνωθρον, τό, Mittel, die Haut glatt od. glänzend zu machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετάνωθρον, τό, Mittel, die Haut glatt od. glänzend zu machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετάνωθρον — τὸ, Α καλλυντική αλοιφή ή υγρό για την εξάλειψη τών ρυτίδων τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετανῶ, όω + επίθημα θρον (πρβλ. σάρω θρον)] … Dictionary of Greek
τετάνωθρα — τετάνωθρον lotion for freeing the skin from wrinkles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
τετάνωμα — ώματος, τὸ, Α [τετανῶ] το τετάνωθρον* … Dictionary of Greek