- τεταμιευμένως
τεταμιευμένως, adv. part. perf. pass. von ταμιεύω, sparsam, D. Hal. iud. Thuc. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεταμιευμένως, adv. part. perf. pass. von ταμιεύω, sparsam, D. Hal. iud. Thuc. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεταμιευμένως — ταμιεύω to be treasurer perf part mp masc acc pl (doric) τεταμιευμένως frugally indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταμιευμένως — Α επίρρ. με φειδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τεταμιευμένος τού ταμιεύω] … Dictionary of Greek