- τεταγμένως
τεταγμένως, adv. part. perf. pass. von τάσσω, geordnet, regelmäßig, Plat. Legg. III, 700 c; zur gehörigen Zeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεταγμένως, adv. part. perf. pass. von τάσσω, geordnet, regelmäßig, Plat. Legg. III, 700 c; zur gehörigen Zeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεταγμένως — τάσσω draw up in order of battle perf part mp masc acc pl (doric) τεταγμένως in orderly manner indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταγμένως — Α επίρρ. βλ. τεταγμένος … Dictionary of Greek
τεταγμένος — η, ο / τεταγμένος, η, ον, ΝΜΑ βλ. τάσσω. επίρρ... τεταγμένως Α 1. με τάξη, κανονικά («καλῶς καὶ τεταγμένως πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.) 2. μαθημ. (σχετικά με κώνους) σαν την τεταγμένη 3. (με αρθρ. θηλ.) ἡ τεταγμένως μαθημ. η τεταγμένη … Dictionary of Greek
ԿԱՐԳ — (ի, աց.) NBH 1 1065 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. ԿԱՐԳ որ եւ ԴԱՍ. յորմէ յն. դա՛քսիս. τάξις, διάταξις, στίχος ordo (յորմէ թ. օրտու ) series, ordinatio, dispositio եւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)