τεταραγμένως

τεταραγμένως

τεταραγμένως, adv. part. perf. pass. von ταράσσω, zerstreu't, unordentlich, Plat. Legg. II, 668 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεταραγμένως — ΜΑ επίρρ. με ταραχή, σύγχυση («τὰς ψυχάς τεταραγμένως διακεῑσθαι», Ισοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τεταραγμένος τού ταράσσω] …   Dictionary of Greek

  • τεταραγμένως — ταράσσω stir perf part mp masc acc pl (doric) τεταραγμένως confusedly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροβητός — ή, όν, Α [στροβῶ] στριμμένος, στριφτός. επίρρ... στροβητῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «τεταραγμένως « …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”