τεταρταῖος

τεταρταῖος

τεταρταῖος, viertägig, am vierten Tage; ἀφικνεῖσϑαι τεταρταίους, Plat. Rep. X, 616 b; τεταρταῖος ὤν, Pol. 3, 52, 2; Plut. Mar. 8; bes. πυρετός, Plat. Tim. 86 a. – Auch = der vierte, Pallad. 42 (IX, 173).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεταρταῖος — on the fourth day masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταίος — α, ο / τεταρταῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και αιολ. και δωρ. τ. αρσ. τετόρταιος, Α 1. αυτός που γίνεται κάθε τέσσερεις μέρες («τεταρταῑον ρῑγος», πάπ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο τεταρταίος (στη νεοελλ. με ή χωρίς τη λ. πυρετός) ιατρ. μορφή ελονοσίας που… …   Dictionary of Greek

  • τεταρταίος — α, ο αυτός που συμβαίνει μετά τέσσερις ημέρες ή κάθε τέσσερις ημέρες: Τεταρταίος πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεταρταῖον — τεταρταῖος on the fourth day masc acc sg τεταρταῖος on the fourth day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταῖα — τεταρταῖος on the fourth day neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταῖαι — τεταρταῖος on the fourth day fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταῖοι — τεταρταῖος on the fourth day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταϊκός — ή, όν, ΜΑ [τεταρταῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τεταρταίο πυρετό («τεταρταϊκαὶ... περίοδοι», Αλέξ. Τραλλ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ τεταρταϊκός α) (ενν. πυρετός) ο τεταρταίος πυρετός β) άτομο που έχει προσβληθεί από τον παραπάνω πυρετό …   Dictionary of Greek

  • τεταρταία — τεταρταί̱ᾱ , τεταρταῖος on the fourth day fem nom/voc/acc dual τεταρταί̱ᾱ , τεταρταῖος on the fourth day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταίας — τεταρταί̱ᾱς , τεταρταῖος on the fourth day fem acc pl τεταρταί̱ᾱς , τεταρταῖος on the fourth day fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταίων — τεταρταί̱ων , τεταρταῖος on the fourth day fem gen pl τεταρταί̱ων , τεταρταῖος on the fourth day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”