- τετρ-ήμερος
τετρ-ήμερος, viertägig, ion. = τεϑρήμερος, Arist. pol. 3, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρ-ήμερος, viertägig, ion. = τεϑρήμερος, Arist. pol. 3, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραήμερος — η, ο / τετραήμερος, ον, ΝΜΑ, και τετρήμερος και τεθρήμερος και τεθήμερος, ον, Α 1. αυτός που διαρκεί τέσσερεις ημέρες 2. το ουδ. ως ουσ. το τετραήμερο(ν) χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών (μσν. αρχ.) αυτός που συμβαίνει κατά την τέταρτη μέρα.… … Dictionary of Greek