τετρά-γυος

τετρά-γυος

τετρά-γυος, vier Morgen Landes groß, Od. 7, 113; – τὸ τετράγυον, ein Maaß Landes, das man in einem Tage umpflügen kann, Od. 18, 374 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1343 Orph. Arg. 869.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίγυον — τὸ, Α τεμάχιο γης ή αγρός που είχε έκταση τριών γυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γυος (< γύης «μέτρο γης»), πρβλ. τετρά γυος] …   Dictionary of Greek

  • τριημίγυον — τὸ, Α ένας γύης* και μισός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + γύης «μέτρο γης» (πρβλ. τετρά γυος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”