- τετρά-σχιστος
τετρά-σχιστος, vierspaltig, viertheilig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-σχιστος, vierspaltig, viertheilig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίσχιστος — ίστη, ον, Α 1. σχισμένος στα τρία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρισχίστη (στην Αίγυπτο) η στυπτηρία, το μονοπώλιο τών στυπτικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. τετρά σχιστος] … Dictionary of Greek