τετρά-στῡλος

τετρά-στῡλος

τετρά-στῡλος, viersäulig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακρόστυλος — η, ο 1. (για ναό) αυτός που έχει στύλους τοποθετημένους σε σχετικά αραιά διαστήματα μεταξύ τους 2. αυτός που έχει μακρείς, μεγάλου μήκους στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + στύλος (πρβλ. τετρά στυλος, περί στυλος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύστυλος — η, ο / πολύστυλος, ον, ΝΑ (κυρίως για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στῦλος (πρβλ. τετρά στυλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”