- τετρα-πάλαιστος
τετρα-πάλαιστος, von vier Spannen, vier Spannen lang, Her. 2, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-πάλαιστος, von vier Spannen, vier Spannen lang, Her. 2, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοπάλαιστος — ἰσοπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μιας παλάμης, μιας παλαιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παλαιστος (< παλαιστή /παλαστή «παλάμη»), πρβλ. εξα πάλαιστος, τετρα πάλαιστος] … Dictionary of Greek