- τετρα-πάλαι
τετρα-πάλαι, adv., schon lange, Callim. 47 (VII, 80).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-πάλαι, adv., schon lange, Callim. 47 (VII, 80).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek