τιτρωσμός, ὁ, Verwundung, – Fehlgeburt, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιτρωσμός — ὁ, Α (εσφ. γρφ·) βλ. τρωσμός … Dictionary of Greek
τρωσμός — και τιτρωσμός, ὁ, Α πρόωρη γέννηση, αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. σμός (πρβλ. θρω σμός: θρῴσκω). Το σ τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.] … Dictionary of Greek