τερψί-μβροτος

τερψί-μβροτος

τερψί-μβροτος, Menschen erfreuend, erheiternd; Helios, Od. 12, 269. 274 H. h. Ap. 411; Eos, Orph.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

  • θελξίμβροτος — θελξίμβροτος, ον (Α) αυτός που θέλγει τους ανθρώπους («Κύπριδος θελξιμβρότου», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός), πρβλ. δαμασί μβροτος, τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • λησίμβροτος — λησίμβροτος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει την προσοχή τών ανθρώπων, που εξαπατά κρυφά τους ανθρώπους, λαοπλάνος, αγύρτης, απατεώνας, κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λησι (< θ. λησ , πρβλ. λήσω, μέλλ. τού λανθάνω) + μβροτος (< βροτός «θνητός» <… …   Dictionary of Greek

  • σαόμβροτος — ον, Α αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξί μβροτος, τερψί μβροτος)] …   Dictionary of Greek

  • φαυσίμβροτος — ον, Α φαεσίμβροτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φαυ σι (< θ. φαF < ΙΕ ρίζα *bhә2 w «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + μβροτος (< βροτός* «θνητός»), πρβλ. τερψι μβροτος, φαεσί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • πλειστόμβροτος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από πλήθος ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + μβροτός (πρβλ. τερψί μβροτος)] …   Dictionary of Greek

  • σαοσίμβροτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σαόμβροτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος (κατά τα σωσι ) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόμβροτος — ον, Α αυτός που αγαπά τους ανθρώπους, φιλάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μβροτος (< βροτός* «θνητός» < αμάρτυρο *μροτός), πρβλ. τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • ερυσίβη — και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη) μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη τού τύπου αλεξί κακος, βροντησι κέραυνος, τερψί μβροτος και εμφανίζει ως… …   Dictionary of Greek

  • ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… …   Dictionary of Greek

  • ζευξίγαμος — ζευξίγαμος, ἡ (Α) (για τον πλανήτη Αφροδίτη) αυτή που συνδέει με τους δεσμούς τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευξι + γάμος ζευξι (< ζεύγνυμι πρβλ. και ζευξί λεως κατά τα σύνθετα τού τύπου τερψί μβροτος + γαμος, (< γάμος) πρβλ. α πειρό γαμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”