τερψί-χορος

τερψί-χορος

τερψί-χορος, tanzfroh, sich am Tanz, am Reigen ergötzend, freuend, Apollo, Hymn. (IX, 525, 20). S. Τερψιχόρη, N. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

  • τερψίχορος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + χορος (< χορός), πρβλ. ἀλεξί χορος] …   Dictionary of Greek

  • Τερψιχόρη — Η πέμπτη από τις 9 Μούσες της Πιερίας, προστάτιδα των χορικών και της ορχηστικής τέχνης. Την παριστάνουν πάντα να κρατάει ως σύμβολα πότε λύρα ή τρίγωνο, πότε αυλούς, κιθάρα ή ψαλτήρι. Είχε για ιερό φυτό της τον κισσό, και συνόδευε πάντοτε τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”