τερπι-κέραυνος

τερπι-κέραυνος

τερπι-κέραυνος, donnerfroh, der sich an Donner u. Blitz erfreut, Zeus, Hom. oft u. Hes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

  • χαλκοκέραυνος — ον, Α (ως προσωνυμία λίμνης) αυτός που απαστράπτει σαν τον χαλκό ή, κατ άλλους, αυτός που έχει πληγεί από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κεραυνός (πρβλ. τερπι κέραυνος)] …   Dictionary of Greek

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • τερπικέραυνος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερπι τού τέρπω + κεραυνός (για τη μορφή τού α΄ συνθετικού βλ. λ. τέρπω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”