- τερπνότης
τερπνότης, ητος, ἡ, Vergnügen, Annehmlichkeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερπνότης, ητος, ἡ, Vergnügen, Annehmlichkeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερπνότης — pleasantness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπνοτήτων — τερπνότης pleasantness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπνότησιν — τερπνότης pleasantness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπνότητα — τερπνότης pleasantness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπνότητες — τερπνότης pleasantness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπνότητι — τερπνότης pleasantness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπνότητος — τερπνότης pleasantness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπνότητα — η / τερπνότης, ητος, ΝΜΑ [τερπνός] η ιδιότητα τού τερπνού, τέρψη, ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
ՎԱՅԵԼՉՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0777 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. εὑπρέπεια, τὸ εὑπρεπές decor eximius λαμπρότης claritas, candor, nitor. Վայելուչն գոլ. վայելչականութիւն. բարեյարմարութիւն. պայծառութիւն. փառք. շուք. շքեղութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)