ταχύ-πτερος

ταχύ-πτερος

ταχύ-πτερος, schnell fliegend, πνοαί, Aesch. Prom. 88.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαρμαρόπτερος — μαρμαρόπτερος, ον (Α) αυτός που έχει φτερά που αστράφτουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ταχύ πτερος, χρυσό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύπτερος — η, ο /ταχύπτερος, ον, ΝΑ, και ταχύφτερος Ν αυτός που κινεί τις φτερούγες του γρήγορα, που πετά γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ὠκύ πτερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”