- ταχύ-πτερνος
ταχύ-πτερνος, mit schneller Ferse, schnellfüßig, ἵπποι Theogn. 551.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύ-πτερνος, mit schneller Ferse, schnellfüßig, ἵπποι Theogn. 551.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύπτερνος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο γρήγορος στις φτέρνες, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πτερνος (< πτέρνη)] … Dictionary of Greek