ταχυ-βάμων

ταχυ-βάμων

ταχυ-βάμων, ονος, schnell gehend, Arist. physiogn. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλοβάμων — ον (AM καλοβάμων, ον) νεοελλ. φρ. «καλοβάμονα πτηνά» τάξη πτηνών με ψηλά και λεπτά πόδια, όπως είναι ο γερανός, ο πελαργός κ.ά. μσν. αρχ. 1. αυτός που βαδίζει επάνω σε καλόβαθρα 2. ο σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + βάμων… …   Dictionary of Greek

  • ταχυβάμων — και ταχυβήμων, ονος, ό, ἡ, Α ταχυβάδιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. βραδυ βάμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”