ταχυ-βάτης

ταχυ-βάτης

ταχυ-βάτης, , = Vorigem, Eur. Rhes. 134.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιθυβάτης — ἰθυβάτης, ὁ (Α) αυτός που προχωρεί ίσια, κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + βατης (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, ταχυ βάτης] …   Dictionary of Greek

  • ταχυβάτης — ὁ, Α ταχυβάδιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ὀρει βάτης) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”