- ταφεῖος
ταφεῖος, s. ταφήϊος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταφεῖος, s. ταφήϊος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταφείος — εία, ον, Α 1. ταφήϊος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταφεῑον ο τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. εῖος (πρβλ. οἰκ εῖος)] … Dictionary of Greek
ταφείη — θάπτω honour with funeral rites aor opt pass 3rd sg ταφεῖος tomb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ταφεῖος tomb neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφήϊος — ΐη, ον, Α (επικ. τ.) 1. ταφεῑος* 2. φρ. «φᾱρος ταφήϊον» σεντόνι με το οποίο τύλιγαν τους νεκρούς, σάβανο (Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ταφειό — το, Ν (διαλ. τ.) νεκροταφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ταφεῖον «τάφος» (βλ. λ. ταφεῖος), πρβλ. σχολεῖον: σκολειό] … Dictionary of Greek