- ταφεών
ταφεών, ῶνος, ὁ, Ort, wo Gräber sind, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταφεών, ῶνος, ὁ, Ort, wo Gräber sind, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταφεών — και ταφαιών και ταφών, ῶνος, ὁ, Α τόπος ταφής, νεκροταφείο («τὸ μνημεῑον τοῡ ταφεῶνος ἔκτισεν ἐξ ἰδίων Σεπτίμιος», επιγρ. Παλμύρας). [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + επίθημα (ε)ών (πρβλ. ἀνδρ (ε)ών)] … Dictionary of Greek
ταφεῶνα — ταφεών burial ground masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφαιών — ῶνος, ὁ, Α (δ. γρφ.) βλ. ταφεών … Dictionary of Greek